- ἁλίρρηκτος
- ἁλίρ-ρηκτος, ον,A = ἁλιρραγής, δειράδες AP7.278 (Arch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλίρρηκτος — ἁλίρρηκτος, ον (Α) βλ. ἁλιρραγής … Dictionary of Greek
ἁλιρρήκτοις — ἁλίρρηκτος masc/fem/neut dat pl ἁλιρραγής against which the tide breaks masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιρραγής — ἁλιρραγής, ές και ἁλίρρηκτος, ον (Α) αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι * + ρηκτός < ῥήγνυμι] … Dictionary of Greek
άρρηκτος — η, ο (AM ἄρρηκτος, ον) ο σταθερός, ο στερεός αρχ. 1. ο άθραυστος, ο ακατάλυτος, ο σκληρός 2. ο πυκνός, ο αδιάσπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρηκτός < ρήγνυμι (πρβλ. αλίρρηκτος)] … Dictionary of Greek